- ἔκβλητον
- ἔκβλητοςcast overboardmasc/fem acc sgἔκβλητοςcast overboardneut nom/voc/acc sgἐκβάλλωthrowaor ind act 2nd dual (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκβλητος — ο (AM ἔκβλητος, ον) 1. ο πεταμένος έξω, ο απόβλητος 2. αυτός που αξίζει να αποβληθεί ή να απορριφθεί μσν. φρ. «βρέφος ἔκβλητον» έκθετο βρέφος … Dictionary of Greek